μπέσα — η 1. αμοιβαίος λόγος τιμής για επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή βοήθειας (α. «μπέσα σού λέω για ό,τι συμφωνήσαμε» β. «δώσανε μπέσα» έδωσαν λόγο αμοιβαίας πίστης ή συμφιλιώθηκαν) 2. (κατ επέκτ.) αξιοπιστία, εμπιστοσύνη («δεν έχει μπέσα» είναι… … Dictionary of Greek
μπεσαλής — θηλ. ού και ίδισσα άνθρωπος που έχει μπέσα, άνθρωπος ο οποίος είναι άξιος εμπιστοσύνης, πιστός στον λόγο του, ευθύς, ντόμπρος («μού αρκεί ο λόγος σου, γιατί είσαι μπεσαλής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μπέσα + κατάλ. λής (πρβλ. παρα λής)] … Dictionary of Greek
Μπακόλας, Νίκος — (Θεσσαλονίκη 1927 – 1999). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και κριτικός. Εργάστηκε σε περιοδικά και εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ως συντάκτης,… … Dictionary of Greek
Φρασερί, Σάμι — (Frashëri, Φρασέρ Περνέτ 1850 – Τουρκία 1904). Αλβανός συγγραφέας και επιστήμονας. Έγραψε πολλά έργα στα αλβανικά και στα τουρκικά, σπουδαία για την ανάπτυξη της αλβανικής κουλτούρας. Ανάμεσά τους διακρίνονται το δράμα Μπέσα (1878), Η Αλβανία… … Dictionary of Greek
ξεθαρρεύω — και ξεθαρρεύομαι ξεθάρρεψα και ξεθαρρεύτηκα, ξεθαρρεμένος 1. παίρνω θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αναθαρρώ: Ξεθάρρεψε και αντιμιλά. 2. το μέσ., ξεθαρρεύομαι δείχνω εμπιστοσύνη σε κάποιον : Μην ξεθαρρεύεσαι σ αυτόν γιατί δεν έχει μπέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)